- οικουμενισμός
- Κίνηση στους κόλπους των χριστιανικών Εκκλησιών που τείνει προς μια κοινή συνεννόηση στο πεδίο της πίστης, της διδασκαλίας και της δογματικής. Η κίνηση αυτή προήλθε από τους προτεστάντες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια διεθνής οργάνωση στις αρχές του αιώνα μας ως παράγωγο του φιλελεύθερου προτεσταντισμού. Αρχικά εμφανίστηκαν δύο διακεκριμένοι οργανισμοί, οι Πίστη και Τάξη και Ζωή και Δράση. Το 1938, στην Ουτρέχτη, οι δύο αυτοί οργανισμοί συγχωνεύτηκαν και αποτέλεσαν το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών, που το 1948 συνήλθε στο Άμστερνταμ για να καταρτίσει έναν οριστικό καταστατικό χάρτη. Οι επόμενες συγκεντρώσεις έγιναν στο Ήβανστον (1954) και στο Νέο Δελχί (1961), όπου παραβρέθηκαν 577 αντιπρόσωποι από 198 διάφορες Εκκλησίες, εξ ονόματος περίπου 300 εκατομμυρίων πιστών.
Με την ευκαιρία αυτή προσχώρησαν στο συμβούλιο, μαζί με τις άλλες, και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ρωσίας, της Ρουμανίας, της Πολωνίας και της Βουλγαρίας. Στο ευρύ πνεύμα του πάπα Ιωάννη ΚΓ’ και του οικουμενικού πατριάρχη Αθηναγόρα οφείλεται η διάδοση του οικουμενικού πνεύματος στη Ρωμαιοκαθολική και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, οι οποίες κατόρθωσαν να παραμερίσουν αρκετά εμπόδια στο ζήτημα αυτό. Το θέμα προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις στη B’ Σύνοδο του Βατικανού, όπου προσκλήθηκαν, με την ιδιότητα παρατηρητών, μέλη των διάφορων χριστιανικών Εκκλησιών. Από τότε η ενωτική προσπάθεια, παρά τις αντιδράσεις, συνεχίστηκε με άμεσες επαφές μεταξύ του πάπα Παύλου ΣΤ’ και των αρχηγών των διάφορων χριστιανικών Εκκλησιών. Τελευταία, κατά χρονική σειρά, υπήρξε η συμμετοχή του πάπα Παύλου ΣΤ’ στη συγκέντρωση του Οικουμενικού Συμβουλίου των Εκκλησιών στη Γενεύη (10 Ιουνίου 1969). Στην επιτυχία της οικουμενικής κίνησης παρεμβάλλονται ακόμα πολυάριθμα εμπόδια, όπως οι αντιθέσεις στο θέμα των μυστηρίων και του πρωτείου του πάπα, ζητήματα στα οποία η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία παραμένει αμετακίνητη.
* * *ο1. εκκλ. κίνηση τών χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών για την υπέρβαση τής εκκλησιαστικής διάσπασης τού χριστιανικού κόσμου με μία επίσημη και θεσμική έκφραση τής προσέγγισης, τής συνεργασίας και τής κοινής πορείας προς την ενότητά τους, αλλ. οικουμενική κίνηση2. θεωρία και αντίληψη που πρεσβεύει την πολιτική ένωση ολόκληρης τής ανθρωπότητας υπό ενιαία πολιτική ηγεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ecumenismus (< οικουμένη + -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.